αναπαριστάνω — αναπαριστάνω, αναπαρέστησα βλ. πίν. 104 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναζωγραφώ — ( έω) (Α ἀναζωγραφῶ) νεοελλ. ζωγραφίζω εκ νέου μια εικόνα ή τονίζω περισσότερο τα χρώματα της αρχ. 1. ζωγραφίζω, αναπαριστάνω, απεικονίζω 2. περιγράφω κάτι, σκιαγραφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + ζωγραφῶ. ΠΑΡ. αναζωγράφηση ( ις) αρχ. ἀναζωγράφημα] … Dictionary of Greek
αναπλάθω — (Α ἀναπλάσσω και ττω) πλάθω εκ νέου, δίνω νέα μορφή σε κάτι, μεταμορφώνω, μετασχηματίζω διαμορφώνω προς το καλύτερο, αναμορφώνω, βελτιώνω (Εκκλ.) μέσ.αναγεννιέμαι με το βάπτισμα νεοελλ. 1. αναμορφώνω κάποιον ηθικά, τού δίνω νέα ηθική κατεύθυνση 2 … Dictionary of Greek
ανιστορώ — (AM ἀνιστορῶ) νεοελλ. μσν. διηγούμαι, αφηγούμαι («Έκατσε και του τ ανιστόρησε με το νυ και με το σίγμα» Γ. Βλαχογιάννης) 2. αναπολώ, ανακαλώ στη μνήμη μου («Απόψε τα ματάκια μου έκλαψαν τα καημένα γιατί ανιστορηθήκανε βάσανα περασμένα» δημοτ.)… … Dictionary of Greek
απεικάζω — (AM ἀπεικάζω) [< απ(ο)* + εικάζω] 1. απεικονίζω, αναπαριστάνω 2. κάνω εικασία, υποθέτω 3. συμπεραίνω 4. αντιλαμβάνομαι, εννοώ νεοελλ. 1. αναγνωρίζω, διακρίνω κάτι από μακριά 2. γνωρίζω, ξέρω αρχ. 1. συγκρίνω, παραβάλλω 2. φρ. «ὡς ἀπεικάσαι»… … Dictionary of Greek
αποπλάσσομαι — ἀποπλάσσομαι (Α) απομιμούμαι, αναπαριστάνω … Dictionary of Greek
εκτυπώνω — και εκτυπώ ( όω) (AM ἐκτυπῶ) αποτυπώνω πάνω σε μια επιφάνεια κάτι έτσι ώστε να προεξέχει σαν ανάγλυφο νεοελλ. τυπώνω έντυπο με το τυπογραφικό πιεστήριο μσν. 1. διαμορφώνω 2. αναπαριστάνω αρχ. 1. μορφώνω, σχηματίζω, διατυπώνω 2. μέσ. ἐκτυποῡμαι… … Dictionary of Greek
εξεικονίζω — (AM ἐξεικονίζω) [εικονίζω] απεικονίζω, αναπαριστάνω ακριβώς με απεικόνιση μσν. νεοελλ. 1. αναπαριστώ κάτι με ζωηρότητα και ακρίβεια σαν να τό ζωγραφίζω μσν. φαντάζομαι, φέρνω στη φαντασία μου αρχ. 1. ενεργώ ως όμοιος με κάποιον 2. παθ. παίρνω… … Dictionary of Greek
ζωγραφίζω — και ζωγραφώ (AM ζωγραφῶ, έω) 1. αναπαριστάνω, απεικονίζω με χρώματα πάνω σε μια επιφάνεια πρόσωπα, ζώα ή πράγματα 2. διακοσμώ με εικόνες, εικονογραφώ («ζωγράφισε το βιβλίο») νεοελλ. 1. καταγίνομαι με τη ζωγραφική 2. μτφ. α) περιγράφω γραπτώς ή με … Dictionary of Greek
ξεσηκώνω — 1. απομακρύνω κάποιον ασκώντας πίεση, εξαναγκάζω κάποιον να φύγει βιαστικά από τον τόπο όπου βρίσκεται 2. (ιδίως σχετικά με σχέδιο ή εικόνα) αναπαριστάνω, αντιγράφω πιστά το πρωτότυπο με τη βοήθεια ημιδιαφανούς χαρτιού, ξεπατηκώνω 3. διαταράσσω,… … Dictionary of Greek